- εμμενετικός
- ἐμμενετικός, -ή, -όν και ἐμμενητικός, -ή, -όν (Α)αυτός που μένει σταθερός σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκστατικός — ή, ό (AM ἐκστατικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε έκσταση, σε θαυμασμό, σε θάμβος, ο κατάπληκτος μσν. αυτός που γίνεται με έκσταση αρχ. 1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από κάτι, ο άστατος (αντίθ. εμμενετικός) 2. αυτός… … Dictionary of Greek